Α. ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ

Οι δράσεις που πραγματοποιήσαμε και αυτή τη χρονιά καταδεικνύουν, εμφατικά, ότι όλες οι πλευρές της εκπαιδευτικής και παιδαγωγικής λειτουργίας συνδέονται άμεσα με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες που ισχύουν για το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, συνδέονται με τον τρόπο και τους όρους που η Πολιτεία και το ΥΠΑΙΘ αντιμετωπίζουν αυτές τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες, στην εκπαιδευτική διαδικασία. Δηλαδή πώς απαντώνται τα ζητήματα:

Η ενίσχυση και η εκτίμηση του ρόλου των εκπαιδευτικών, η εξασφάλιση επαρκών (υλικών, κτηριακών, ηλεκτρονικών) υποδομών, η επαρκής δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, η λειτουργία αντισταθμιστικών δομών, η σταθερή εργασία οργανικής σχέσης, η ενσωμάτωση της κριτικής των εκπαιδευτικών στα αναλυτικά προγράμματα σε σχέση με τον όγκο, το περιεχόμενο και τη δυσκολία της «ύλης», η ενίσχυση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, η ενίσχυση των βιβλιοθηκών και της τέχνης.

             Όλα τα παραπάνω παραμένουν άλυτα ζητήματα, από την Πολιτεία και το ΥΠΑΙΘ. Ως εκ τούτου είμαστε υποχρεωμένοι/ες να εστιάσουμε σε αυτά τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν και παραμένει επιτακτική η ανάγκη να στρέψουμε τη συζήτηση στα γενικά χαρακτηριστικά και όχι στις ιδιαιτερότητες των σχολείων.

Συνεχίζουμε να υλοποιούμε εκπαιδευτικές και παιδαγωγικές δράσεις με τους μαθητές/τριες μας, και τις προσαρμόζουμε στα ενδιαφέροντα και στις ιδιαιτερότητες των μαθητών μας, χωρίς να προκρίνουμε τον ανταγωνισμό των σχολείων. Με τον τρόπο αυτό θα αποφευχθούν όλα τα προβλήματα που επιφέρει η δημόσια έκθεση αυτών των ιδιαιτεροτήτων όπως η ωραιοποίηση, ο ανταγωνισμός και κυρίως, η προσαρμογή της εργασίας μας στις ανάγκες της δημόσιας εικόνας (φαίνεσθαι ή image) και όχι στις ανάγκες των μαθητών/τριών μας.

Άλλο τόσο ζωντανή παραμένει η ανάγκη να αποφύγουμε τους κινδύνους υπεραπλούστευσης και συσκότισης που επιφέρει η ποσοτική έκφραση των ποιοτικών στοιχείων της σχολικής ζωής. Οι κίνδυνοι αυτοί έγιναν ακόμη μεγαλύτεροι μετά την επιμονήτου Υπουργείου να πραγματοποιήσει τις εθνικές εξετάσεις στην Στ’ Δημοτικού. Τέλος, κρίνουμε ως απόλυτη ανάγκη να αποφύγουμε τους κινδύνους ωραιοποίησης και παραμερισμού της κριτικής σκέψης που θα επέφεραν η σύγκριση, ο ανταγωνισμός και η κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων.

Το σχολείο μας, όπως κάθε σχολείο, λειτουργεί σε μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από πολύπλοκα κοινωνικά, πολιτιστικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, έχοντας ιδιαιτερότητες, που το διαφοροποιούν ενδεχομένως και από ένα σχολείο που βρίσκεται γεωγραφικά πολύ κοντά του. Αυτό αφορά τόσο τους/τις εκπαιδευτικούς όσο και τις οικογένειες μαθητών και μαθητριών καθώς αποτελούν ένα πολυσύνθετο μωσαϊκό που απαρτίζεται από πληθυσμούς πολυποίκιλων κοινωνικών, οικονομικών, πολιτιστικών και μορφωτικών χαρακτηριστικών, καθώς και από ένα σημαντικό ποσοστό ευπαθών και ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Σε κάποια σημεία οι ιδιαιτερότητες αυτές είναι πιο έντονες. Κρίνουμε ωστόσο πως τόσο η επίσημη συζήτηση για αυτές τις ιδιαιτερότητες, όσο και οι αποφάσεις για την αξιοποίηση ή την αντιμετώπισή τους είναι προτιμότερο να παραμένουν στο εσωτερικό της σχολικής κοινότητας. Γι’ αυτό επιλέγουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας αποκλειστικά στα γενικά χαρακτηριστικά των σχολείων. Η συζήτηση επί των ιδιαιτεροτήτων ελλοχεύει τον κίνδυνο να τεθούν στο προσκήνιο ζητήματα δευτερεύοντα ή τριτεύοντα και μάλιστα παρουσιάζοντάς τα ως πανάκεια ή ζητήματα που επιβάλλονται ως κυρίαρχη άποψη.

Κρίνεται επιπρόσθετα ότι η αριθμητική (ποσοτική) αποτύπωση των ιδιαιτεροτήτων κάθε σχολικής μονάδας, αδικεί τον τεράστιο πλούτο που παράγει η πραγματικότητα της εκπαιδευτικής ζωής. Συνακόλουθα παράγεται μία μετέωρη ιεράρχηση και κατηγοριοποίηση η οποία αποσπά την αναγκαία δημόσια συζήτηση από τον κεντρικό παιδαγωγικό στόχο, τη μορφωτική στήριξη και προαγωγή του μαθητικού πληθυσμού συνολικά, αλλά και την εξέλιξη της κριτικής σκέψης και της κοινωνικοποίησης του/της κάθε μαθητή/τριας.

             Διευκρινίζουμε, λοιπόν, ότι η, ενδεχόμενη, αξιοποίηση της όποιας ποσοτικοποίησης στην οποία οφείλουμε να προχωρήσουμε εξαιτίας της υποχρεωτικής ποσοτικής αποτύπωσης στην εφαρμογή αυτή,στερείται επιστημονικής εγκυρότητας, και ως εκ τούτου δεν συναινεί σε αυτήν η επιστημονική, παιδαγωγική και επαγγελματική μας κρίση.